- ριζίδιο
- το(υποκορ. του ρίζα), μικρή ρίζα: Στη ρίζα υπάρχουν επίσης και πολλά ριζίδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ριζίδιο — το, Ν (υποκορ. τού ρίζα) 1. βοτ. α) μικρή ή λεπτή ρίζα β) ο ένας πόλος τού φυτικού εμβρύου από τον οποίο θα σχηματιστεί η ρίζα τού νέου φυτού 2. ανατ. λεπτή ρίζα τών νεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + υποκορ. κατάλ. ίδιο. Η λ. με τη βοτ. της σημ. είναι … Dictionary of Greek
ενδόρριζο — το έμβρυο τού οποίου το ριζίδιο περικλείει την καταβολή τής ρίζας … Dictionary of Greek
εξωγενής — ές 1. αυτός που προκαλείται από εξωτερικά αίτια 2. εκείνος που βρίσκεται προς τα έξω («εξωγενές ριζίδιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θεόδωρο Γ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
εξώριζος — η, ο (για φυτά) εκείνος πού οποίου το εμβρυακό ριζίδιο είναι εξωγενές … Dictionary of Greek
καρύοψη — Αδιάρρηκτος ξηρός καρπός συνήθως μικρών διαστάσεων, που αποτελείται κυρίως από ένα μικρό σπέρμα επενδεδυμένο με λεπτό περικάρπιο. Κ. είναι, για παράδειγμα, οι καρποί των αγρωστωδών, οι οποίοι περιέχουν σημαντική μάζα αμύλου, το ενδοσπέρμιο, το… … Dictionary of Greek
κολεόρριζα — η βοτ. είδος περιβλήματος στα αγρωστώδη το οποίο καλύπτει και προστατεύει το ριζίδιο, δηλ. την πρώτη ρίζα που αναπτύσσεται από το σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coleorhiza < coleo (< κολεόν) + rhiza (< ρίζα)] … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
ριζίο — το / ῥιζίον, ΝΑ, και ῥίζιον και ῥιζεῑον Α [ῥίζα] μικρή ή λεπτή ρίζα, ριζίδιο αρχ. το φυτό ρουβία η βαφική … Dictionary of Greek
ριζιδικός — ή, ό, Ν [ριζίδιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ριζίδια, ιδίως, τών νεύρων («ριζιδική παράλυση») … Dictionary of Greek
ριζιδιομύκητας — ο, Ν (μυκητ.) γένος μυκήτων, ένα από τα γνωστότερα γένη τής κλάσης υφοχιτριδιομύκητες, τής οποίας θεωρείται αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizidiomyces < rhizidium (< ριζίδιο) + μύκητας] … Dictionary of Greek